- παρέκει
- παρέκει και παρακεί επίρρ. τοπ., πιο εκεί, παραπέρα: Κάνε παρακεί να καθίσω κι εγώ. – Ως εδώ και μη παρέκει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρεκεῖ — thereabouts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέκει — και παρακεί και παρακείθε(ς) / παρέκει ΝΜ επίρρ. 1. πιο πέρα, σε απόσταση από ένα σημείο, παραπέρα, μακρύτερα («κάνε παρέκει» πήγαινε πιο πέρα) 2. μτφ. φρ. «ως εδώ και μη παρέκει» αρκεί ως εδώ, φτάνει πια, αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο, μην… … Dictionary of Greek
παρεκεί — ΜΑ επίρρ. 1. παρέκει, πιο πέρα 2. εκεί περίπου. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. παρέκει] … Dictionary of Greek
παρέκει — παρά κέω to lie down imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακεί — και παρέκει και παρακείθες / παρεκεῑ, ΝΑ (τοπ. επίρρ.) νεοελλ. πιο κει, πιο πέρα, λίγο πιο πέρα από ένα συγκεκριμένο τοπικό σημείο αρχ. εκεί περίπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εκεί(θες)] … Dictionary of Greek
εκεί — επίρρ. τοπ., για τόπο μακρινό ή που έγινε γι αυτόν λόγος πριν 1. σ εκείνο το μέρος· α. σε στάση: Εκεί είναι το μαγαζί. β. σε κίνηση προς κάποιο τόπο: Πάμε εκεί. 2. για ακριβέστερο προσδιορισμό των παραπάνω σημασιών εκφέρεται μαζί με λέξεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
εδώ — (Μ ἐδῶ) επίρρ. 1. τοπ. σε αυτόν τον τόπο, σε αυτό το σημείο 2. χρον. τότε, αυτή τη στιγμή νεοελλ. 1. με τα μόρια μέχρι(ς), έως, ώς είτε επιτατ. για δήλωση ακριβούς καθορισμού είτε αοριστολ. για ηπιότερη έκφραση («ώς εδώ και μη παρέκει», «έλα ώς… … Dictionary of Greek
μακροτέρω — (Α) επίρρ. σε μεγαλύτερη απόσταση, μακρύτερα, περαιτέρω, παρέκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. τού μακρός] … Dictionary of Greek